- φαλισκικός
- -ή, -ό, Νφρ. «φαλισκική διάλεκτος»(γλωοσ.) η γλώσσα που μιλούσαν οι Φαλίσκοι, κάτοικοι τού Φαλερίου, 50 χιλιόμετρα βόρεια τής Ρώμης, μιας φυλής τών Σαβίνων που περιήλθε υπό την κυριαρχία τών Ετρούσκων, γλώσσα η οποία ήταν η σημαντικότερη από ένα σύνολο διαλέκτων οι οποίες αποτελούσαν τη ρωμαϊκή διάλεκτο και η οποία, μαζί με τη Λατινική και την Οσκοουμβρική, συγκροτούν την ομάδα τών ιταλικών γλωσσών.
Dictionary of Greek. 2013.